ντήζελ

ντήζελ
το άκλ. дизель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ντήζελ" в других словарях:

  • ντήζελ — Βλ. λ. Ντίζελ, Ρούντολφ· κινητήρας· αυτοκίνητο. * * * η, και ντήζελ, το άκλ. 1. μηχανή εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το βαρύ πετρέλαιο, ντηζελοκινητήρας 2. (το ουδ.) (κατ επέκτ.) το βαρύ πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. diesel <… …   Dictionary of Greek

  • σεμι-ντήζελ — το, Ν άκλ. είδος κινητήρα εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο βαρύ πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semi (< semis «μισός») + ντήζελ*] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκινητάμαξα — η 1. σιδηροδρομικό όχημα εφοδιασμένο με κινητήρες ντήζελ και με θέσεις για τη μεταφορά επιβατών 2. σιδηροδρομικός συρμός (οτομοτρίς) με κινητήριο όχημα και ρυμουλκούμενα με θέσεις επιβατών …   Dictionary of Greek

  • μότορσιπ — το άκλ. ναυτ. εμπορικό πλοίο με κινητήρα ντήζελ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorship < αγγλ. motor (< λατ. motus < λατ. movēre «κινώ») + ship «πλοίο»] …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοειδή — τα, Ν τα προϊόντα που προκύπτουν από την κατεργασία τού αργού πετρελαίου, όπως είναι το ντήζελ, η βενζίνη, τα ορυκτέλαια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοκινητήρας — ο, Ν ο κινητήρας ντήζελ, μηχανή εσωτερικής καύσης υψηλού λόγου συμπίεσης, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται η αυτοανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιομηχανή — η, Ν ο πετρελαιοκινητήρας ντήζελ …   Dictionary of Greek

  • προθάλαμος — ο, Ν 1. ο χώρος πριν από τα κυρίως δωμάτια, χωλ 2. χώρος υποδοχής και αναμονής πριν από τις κυρίως αίθουσες σε δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία, ιατρεία 3. (μηχανολ.) βοηθητικός θάλαμος που παρεμβάλλεται στους κινητήρες εσωτερικής καύσης μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

  • σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»